- φοδράρισμα
- το, -ατοςη εσωτερική επένδυση ρούχου ή άλλου πράγματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοδράρισμα — το, Ν [φοδραρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοδραρίζω, ράψιμο φόδρας 2. εσωτερική επένδυση … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
υπορραφή — και δ. γρφ. ὑποραφή, ἡ, Α [ὑπορράπτω] η ενέργεια τού υπορράπτω, το φοδράρισμα … Dictionary of Greek